Τελική προειδοποίηση από πλευράς Δήμων για ιδιοκτήτες οικοπέδων που δεν έχουν προχωρήσει ακόμη σε καθαρισμούς.
Σύμφωνα με το νόμο «οι ιδιοκτήτες οικοπεδικών και λοιπών ακάλυπτων χώρων που βρίσκονται εντός πόλεων, οφείλουν να επιλαμβάνονται για την καθαριότητα αυτών».
Οι υπηρεσίες καθαριότητας των Δήμων έχουν ήδη αποστείλει επιστολές σε όλους τους ιδιοκτήτες οικοπέδων, για να φροντίσουν για τον καθαρισμό του οικοπέδου τους, μέχρι 31 Μαΐου.
Περιμένουν μάλιστα την ανταπόκριση και άμεση συμμόρφωση των ιδιοκτητών που οι χώροι τους χρήζουν καθαρισμό ως ενέργεια ευθύνης και πρόληψης για την πόλη, το περιβάλλον και το κοινωνικό σύνολο.
Από τις αρμόδιες υπηρεσίες δίνονται οι κατάλληλες προτεραιότητες για εργασίες αποψιλώσεως στα πιο επικίνδυνα σημεία, που είναι τα δάση και οι εφαπτόμενες στα ρέματα εκτάσεις και εν συνεχεία σε οικόπεδα και αδόμητους χώρους εντός του αστικού ιστού, ενώ ανάλογα με την περίπτωση κινδύνου κάθε Δήμος προχωρά στην προβλεπόμενη χρέωση ιδιοκτητών που αφήνουν ακαθάριστους δικούς τους χώρους ευθύνης.
Ειδικότερα, ο νόμος αναφέρει:
«Σε περίπτωση μη τήρησης των υποχρεώσεων του άρθρου 1, σύμφωνα με την απόφαση, οι υπόχρεοι καλούνται από τον οικείο δήμο, εντός προθεσμίας δέκα (10) ημερών από την κοινοποίηση σχετικής πρόσκλησης, στην οποία αναφέρεται κατ’ ελάχιστον ο χωρικός προσδιορισμός του οικοπέδου ή] άλλο χαρακτηριστικό στοιχείο εντοπισμό του, να προβούν στις εργασίες καθαρισμού των χώρων της παρ. 1 του άρθρου 1. Η κοινοποίηση της πρόσκλησης γίνεται στην ταχυδρομική ή ηλεκτρονική διεύθυνση του υπόχρεου ή τυχόν αντικλήτου του, επί αποδείξει. Για την ανεύρεση των στοιχείων του υπόχρεου, συμπεριλαμβανομένων των στοιχείων του προηγούμενου εδαφίου, ο Δήμος δύναται να ανατρέχει ιδίως σε δεδομένα που τηρούνται στα αρχεία του, καθώς και στα δεδομένα προσωπικού μητρώου της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ) και του Εθνικού Κτηματολογίου.
Σε περίπτωση εγκαταλελειμμένων χώρων ή σε περίπτωση υπόχρεων προσώπων άγνωστων στοιχείων ταυτότητας ή αγνώστου διαμονής, η κοινοποίηση της πρόσκλησης γίνεται με θυροκόλληση και με ταυτόχρονη ανάρτηση της πρόσκλησης στον πίνακα ανακοινώσεων του οικείου δήμου. Η ανάρτηση αυτή είναι η μοναδική αναγκαία πράξη σε περίπτωση μη δυνατότητας θυροκόλλησης της πρόσκλησης.
Μετά την παρέλευση άπρακτης της ως άνω προθεσμίας, ο οικείος Δήμος, προβαίνει σε αυτεπάγγελτο καθαρισμό, ενώ σε περίπτωση περιφραγμένων ή επαρκώς περιτοιχισμένων χώρων, αιτείται προς την κατά τόπο αρμόδια Πυροσβεστική Υπηρεσία τη διενέργεια αυτοψίας, με την οποία βεβαιώνεται η συνδρομή κινδύνου πρόκλησης ή ταχείας επέκτασης πυρκαγιάς, και βάσει αυτής, μεριμνά για την έκδοση Εισαγγελικής παραγγελίας δυνάμει της οποίας προβαίνει, στον αυτεπάγγελτο καθαρισμό των χώρων των ανωτέρω παραγράφων».
Κυρώσεις
Σύμφωνα με την απόφαση: «Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης των υπόχρεων στην εκπλήρωση της υποχρέωσης καθαρισμού, καθώς και σε περίπτωση αυτεπάγγελτου καθαρισμού από τον δήμο, επιβάλλεται στους υπόχρεους το πρόστιμο της περ. 26 της υποπαρ. β’ της παρ. Ι του άρθρου 75 του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων (ν. 3463/2006, Α’ 114).
Υπενθυμίζεται ότι σύμφωνα με το την περ. 26 της υποπαρ. β’ της παρ. Ι του άρθρου 75 του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων (ν. 3463/2006, Α’ 114): «Η μέριμνα, σύμφωνα με τις ισχύουσες πυροσβεστικές διατάξεις, για την τήρηση των υποχρεώσεων καθαρισμού, από τους ιδιοκτήτες, νομείς, και επικαρπωτές, των οικοπεδικών και λοιπών ακάλυπτων χώρων, που βρίσκονται εντός πόλεων, κωμοπόλεων και οικισμών και σε απόσταση μέχρι 100 μέτρων από τα όρια τους, καθώς και η υποχρέωση αυτεπάγγελτου καθαρισμού από τους δήμους, σε περίπτωση μη συμμόρφωσης των υπόχρεων. Σε βάρος εκείνων που δεν συμμορφώνονται επιβάλλεται πρόστιμο πενήντα (50) λεπτών, ανά τετραγωνικό μέτρο του οικείου χώρου, το οποίο και αποτελεί έσοδο του οικείου δήμου, βεβαιούται εις βάρος τους η ισόποση σχετική δαπάνη του δήμου προς καθαρισμό και υποβάλλεται μήνυση για το αδίκημα του άρθρου 433 του Ποινικού Κώδικα», προστίθεται στο συγκεκριμένο άρθρο του Ν. 3463/2006.
Παράλληλα το άρθρο 433 του Ποινικού Κώδικα προβλέπει ότι: “Με κράτηση μέχρι τριών μηνών ή με πρόστιμο τιμωρείται, αν άλλη διάταξη δεν επιβάλει βαρύτερη ποινή, όποιος: α) κάνει απερίσκεπτη και αμελή χρήση της φωτιάς ή των μέσων φωτισμού, κατά τρόπο που να μπορεί να προκύψει από αυτήν βλάβη σε άνθρωπο ή σε ξένο πράγμα και β) παραβαίνει τις διατάξεις που εκδίδει η αρμόδια αρχή, και ιδίως η αστυνομική, για την αποτροπή του κινδύνου εμπρησμού”.